κυπερίδες

κυπερίδες
(cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις αλπικές κορυφές, όπου συχνά σχηματίζουν εκτεταμένες αποικίες, περισσότερο ή λιγότερο αμιγείς, ειδικά στις αλπικές τούνδρες. Χαρακτηρίζονται από κατ’ εναλλαγή φύλλα, με κυλινδρικό, κλειστό κολεό και μικρές ταξιανθίες, αποτελούμενες συχνά από πολυάριθμα σταχίδια, διατεταγμένα κατά διάφορους τρόπους πάνω σε τριγωνικό άξονα. Τα άνθη είναι πολύ μικρά, μονογενή ή διγενή, και φέρουν τρεις στήμονες (μερικές φορές μόνο 1 ή 2), με καταπίπτοντες ανθήρες, τρεις στύλους και επιφυή ωοθήκη. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Σε πολλές περιπτώσεις, ορισμένα γένη και είδη μοιάζουν πολύ με τα φυτά του γένους Juncus (βούρλο). Στις κ. ανήκουν τα γένη Cyperus, Carex, Scirpius κ.ά. Όλα τα είδη των κυπεριδών προτιμούν τα υγρά και τελματώδη εδάφη· στη φωτογραφία, τούφα πολυετούς πόας του γένους Carex.
* * *
και κυπηρίδες, οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, το μόνο μέλος τής τάξης κυπερώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. cyperaceae < cyperus (< λατ. cyperos < κύπειρος) + κατάλ. -aceae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάρηξ — ηκος, ο βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»] …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… …   Dictionary of Greek

  • λεπυρανθή — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών η οποία περιλαμβάνει τις οικογένειες αγρωστώδη και κυπερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπυρον + ανθές (< ἄνθος), πρβλ. φυλλ ανθές. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. glumiflorae < glumi… …   Dictionary of Greek

  • σκίρπος — ο, Ν βοτ. γένος πολυετών αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπερίδες τής τάξης κυπερώδη, με 200 περίπου είδη, από τα οποία 9 απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην.ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scirpus < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοφιλία — Φαινόμενο διασποράς της γύρης από ρεύματα αέρα, χαρακτηριστικό ορισμένων φυτών, στα οποία η δομή του άνθους είναι προσαρμοσμένη σε αυτή τη διαδικασία. Από τα ποώδη φυτά ανεμόφιλα είναι τα αγρωστώδη (π.χ. αραβόσιτος, βρόμη κλπ.) και οι κυπερίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”